- βλιαρόν
- βλιαρόν· ἀβλεβές, Hsch.: βλιαρόν· λαῦρον, EM201.41. [full] βλιβρόν· λαγ<α>ρόν, Hsch. [full] βλίδες· ψεκάδες, Id. [full] βλίζω,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.